- νυκτόμαντις
- νυκτόμαντιςone who prophesies by nightfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτόμαντις — και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α) αυτός που μαντεύει κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + μάντις (πρβλ. ονειρό μαντις). Ο τ. νυκτίμαντις < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek
νυκτομάντεις — νυκτόμαντις one who prophesies by night fem nom/voc pl (attic epic) νυκτόμαντις one who prophesies by night fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
νυκτίμαντις — νυκτίμαντις, ό, ἡ (Α) βλ. νυκτόμαντις … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek